Οι διαταραχές του Ενδοκρινικού Συστήματος επηρεάζουν πολλαπλά όργανα και συστήματα στο ανθρώπινο σώμα, όπως η καρδιά, τα αγγεία, το δέρμα, τα οστά κα. Γι’ αυτό, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι επιβεβλημένη η συνεργασία του Ενδοκρινολόγου με γιατρούς άλλων Ειδικοτήτων της Ιατρικής προκειμένου να αντιμετωπίζονται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο παθήσεις που άπτονται ταυτόχρονα δύο ή περισσοτέρων Ειδικοτήτων.
ΑΓΓΕΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ:
Οι παθήσεις του μεταβολισμού (Σακχαρώδης Διαβήτης, Παχυσαρκία, Υπερλιπιδαιμία) κατά κανόνα προκαλούν σοβαρές και εκτεταμένες βλάβες σε όλα τα αγγεία του οργανισμού. Πιο συγκεκριμένα, η προσβολή των μεγάλων αγγείων (καρωτίδες, αορτή, λαγόνιες αρτηρίες, αρτηρίες κάτω άκρων) έχει ως αποτέλεσμα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, πόνο και κράμπες κατά τη βάδιση, ανευρύσματα, στυτική δυσλειτουργία. Σε περιπτώσεις έκθεσης του θυρεοειδή σε μεγάλη ποσότητα ιωδίου – κατά τη διενέργεια αγγειογραφίας με χορήγηση ενδοφλεβίως ιωδιούχου σκιαγραφικού – μπορεί να προκληθεί σοβαρή απορρύθμιση της λειτουργίας του (φαινόμενο Jod- Basedow).
ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ:
Ενίοτε, ενδοκρινικά προβλήματα όπως η διαταραχή της ανάπτυξης των παιδιών, η σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D, η οστεοπόρωση σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μπορεί να οφείλονται σε κοιλιοκάκη, μια αυτοάνοση διαταραχή που προκαλεί δυσανεξία στη γλουτένη. Άλλα αυτοάνοσα νοσήματα του πεπτικού είναι η νόσος του Biermer (κακοήθης αναιμία λόγω έλλειψης της βιταμίνης Β12) και οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (Crohn, ελκώδης κολίτιδα), που εκτός από το γεγονός ότι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης οστεοπόρωσης συχνά συνδέονται και με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως η αυτοάνοση νόσος θυρεοειδούς (Hashimoto, Graves), ο ιδιοπαθής υποπαραθυρεοειδισμός, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η λεύκη. Ο σακχαρώδης διαβήτης, στα πλαίσια των χρονίων επιπλοκών του, μπορεί να προκαλέσει αυτόνομη νευροπάθεια με κλινική εικόνα από το γαστρεντερικό : πρώιμο αίσθημα κορεσμού, αίσθημα τάσης, ερυγές, δυσκοιλιότητα, διάρροια, ακράτεια κοπράνων.
ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑ:
Όσον αφορά στην υγεία της γυναίκας τόσο κατά την αναπαραγωγική ηλικία όσο και στην εμμηνόπαυση η Γυναικολογία και η Ενδοκρινολογία αποτελούν δύο στενά συνεργαζόμενες Ειδικότητες. Παθήσεις – καταστάσεις που απαιτούν συνεργασία είναι οι ακόλουθες: διαταραχές του φύλου, αμφίβολα έξω γεννητικά όργανα και χειρουργική αποκατάσταση, διαταραχές εμμήνου ρύσεως, διαταραχές της ήβης, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, υπογονιμότητα, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, παθήσεις θυρεοειδούς κατά την κύηση, σακχαρώδης διαβήτης κύησης, θυρεοειδίτιδα της λοχείας, αμηνόρροια μετά τον τοκετό λόγω αποπληξίας της υπόφυσης, δυσλειτουργικές αιμορραγίες, εμμηνόπαυση, πρόπτωση μήτρας – κόλπου, ξηρότητα κόλπου και δυσπαρεύνεια, οστεοπόρωση.
ΔΕΡΜΑΤΟΛΟΓΙΑ:
Οι ορμόνες επηρεάζουν το δέρμα, τα μαλλιά και τα νύχια. Υψηλά επίπεδα ανδρογόνων στο αίμα (στα πλαίσια συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, παθήσεων των επινεφριδίων, εμμηνόπαυσης) εκδηλώνονται κλινικά με ακμή, δασυτριχισμό, απώλεια ή αραίωση μαλλιών. Κατά την κύηση ή κατά τη λήψη αντισυλληπτικών λόγω της παρουσίας των οιστρογόνων μπορεί να εμφανιστεί υπέρχρωση του δέρματος (πανάδες) στο πρόσωπο της γυναίκας, που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης από τον Δερματολόγο. Στον υποθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανιστεί πάχυνση και ξηρότητα του δέρματος, οίδημα βλεφάρων, τριχόπτωση, ξηρότητα τριχωτού κεφαλής, λεπτά και εύθραυστα νύχια. Ο υποπαραθυρεοειδισμός (υπασβεστιαιμία) είναι επίσης μια ενδοκρινοπάθεια που εκδηλώνεται με ξηρότητα δέρματος και τριχών και ευθραυστότητα νυχιών. Ο σακχαρώδης διαβήτης σχεδόν πάντα προκαλεί εκδηλώσεις από το δέρμα όπως είναι η μελανίζουσα ακάνθωση (σημείο ινσουλινοαντίστασης), οι ακροχορδώνες, μυκητιάσεις κ.α. Η μείωση των οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση και η αλλαγή στην ισορροπία οιστρογόνων-ανδρογόνων έχουν ως αποτέλεσμα την λέπτυνση και ξηρότητα του δέρματος και ενίοτε την εμφάνιση τριχοφυϊας στο πρόσωπο και την αραίωση των μαλλιών ειδικά αν συνυπάρχει παχυσαρκία. Τέλος, παρουσία αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η λεύκη, η γυροειδής αλωπεκία, η ψωρίαση μπορεί να συνυπάρχουν και με άλλα αυτοάνοσα όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η νόσος Graves, το σκληρόδερμα, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η κοιλιοκάκη.
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ:
Οι παθήσεις του μεταβολισμού (Σακχαρώδης Διαβήτης, Παχυσαρκία, Υπερλιπιδαιμία) κατά κανόνα προκαλούν σοβαρές και εκτεταμένες βλάβες σε όλα τα αγγεία του οργανισμού μικρά και μεγάλα. Κάποια από τα μεγάλα αγγεία που προσβάλλονται είναι και οι στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς με αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα για έμφραγμα μυοκαρδίου. Γι’ αυτό, όταν ένας ασθενής διαγιγνώσκεται για πρώτη φορά με σακχαρώδη διαβήτη συστήνεται πλήρης καρδιολογική εκτίμηση καθώς ενδέχεται να εμφανίζει ήδη στεφανιαία νόσο. Ας σημειωθεί ότι ενίοτε, λόγω της διαβητικής νευροπάθειας που μπορεί να συνυπάρχει, το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να μην εμφανίζει την τυπική συμπτωματολογία (ανώδυνο). Στην αντιμετώπιση του ασθενούς με διαβήτη πέραν της άριστης ρύθμισης της γλυκαιμίας του είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται και οι υπόλοιπες παράμετροι του μεταβολικού συνδρόμου (αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κεντρική παχυσαρκία) προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Tο μεταβολικό σύνδρομο έχει συνδεθεί άμεσα με την αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως στεφανιαία νόσος και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Επιπροσθέτως, στα πλαίσια των χρονίων επιπλοκών του διαβήτη, η προσβολή του αυτόνομου νευρικού συστήματος μπορεί να εκδηλωθεί με ορθοστατική υπόταση και φλεβοκομβική ταχυκαρδία στην ηρεμία.
Οι διαταραχές του ρυθμού (ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, αρρυθμίες) και της αρτηριακής πίεσης (υπέρταση, υπόταση) συνοδεύουν κατά κανόνα τις παθήσεις του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός) και των παραθυρεοειδών αδένων (υποπαραθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός). Ενίοτε, ο σοβαρός υποθυρεοειδισμός εκδηλώνεται με περικαρδιακή συλλογή και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Ο υπερθυρεοειδισμός (ακόμα και ο υποκλινικός) σχεδόν τριπλασιάζει την πιθανότητα για εκδήλωση αρρυθμίας (κολπική μαρμαρυγή) και επηρεάζει δυσμενώς τη λειτουργία της ΑΡ κοιλίας κατά την άσκηση (δύσπνοια). Γι’ αυτό, οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τη χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων σε ασθενείς με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό άνω των 65 ετών ή με συνοδά νοσήματα όπως η στεφανιαία νόσος. Εκτός από τις παθήσεις του θυρεοειδούς, η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να οφείλεται και σε άλλα ενδοκρινικά αίτια, όπως το φαιοχρωμοκύττωμα, ο υπεραλδοστερονισμός (παθήσεις των επινεφριδίων), η υπερκορτιζολαιμία (Cushing), η μεγαλακρία. Τέλος, σε περιπτώσεις έκθεσης του θυρεοειδούς σε μεγάλη ποσότητα ιωδίου – είτε με τη χορήγηση του αντιαρρυθμικού φαρμάκου αμιωδαρόνη είτε μετά από στεφανιογραφία ή αξονική τομογραφία με λήψη ενδοφλεβίως ιωδιούχου σκιαγραφικού – μπορεί να προκληθεί σοβαρή απορρύθμιση της λειτουργίας του (φαινόμενο Jod- Basedow).
ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑ:
Ο σακχαρώδης διαβήτης, στα πλαίσια των χρονίων επιπλοκών του, προκαλεί διαβητική νευροπάθεια, η οποία εκδηλώνεται ως μονονευροπάθεια, ως συμμετρική πολυνευροπάθεια, ως αυτόνομη νευροπάθεια (γαστροπάρεση, ορθοστατική υπόταση). Άλλα ενδοκρινικά νοσήματα που μπορεί να εκδηλωθούν με νευρολογικά συμπτώματα είναι : ο υπερπαραθυρεοειδισμός (παραισθησίες, μυαλγίες, κεντρομελική αδυναμία, απώλεια μνήμης, σύγχυση, λήθαργος), ο υποπαραθυρεοειδισμός (παραισθησίες, κράμπες, σπασμοί, λαρυγγόσπασμος, αποτιτανώσεις βασικών γαγγλίων), ο υπερθυρεοειδισμός (αϋπνία, ευερεθιστότητα, ανησυχία, διαταραχές προσοχής ή μνήμης, τρόμος). Επιπλέον, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα επηρεάζουν τον μεταβολισμό των ορμονών του θυρεοειδούς και θεωρούνται παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση οστεοπόρωσης.
ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΑ:
Ο σακχαρώδης διαβήτης, στα πλαίσια των χρονίων επιπλοκών του, προκαλεί διαβητική νεφροπάθεια, η οποία αποτελεί την κύρια αιτία νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου (αιμοκάθαρση). Η παρακολούθηση του ασθενούς με διαβήτη επιβάλλεται, ειδικά αν συνυπάρχει αρτηριακή υπέρταση, η οποία μπορεί επίσης να επιδεινώσει τη νεφρική λειτουργία. Άλλο ενδοκρινικό αίτιο επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας αποτελεί η υπερασβεστιαιμία (πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός). Τέλος, είναι γνωστό ότι ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο έχουν αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν οστεοπόρωση.
ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ:
Η οστεοπόρωση αποτελεί κοινό αντικείμενο της Ορθοπαιδικής και της Ενδοκρινολογίας. Ο Ορθοπαιδικός είναι ο γιατρός που θα αντιμετωπίσει το αποτέλεσμα της αραίωσης των οστών (οστεοπενία ή οστεοπόρωση) δηλαδή, τα κατάγματα σε ισχίο, άνω άκρο, σπονδύλους. Ενδοκρινικά αίτια οστεοπόρωσης αποτελούν: ο υπερθυρεοειδισμός, η υπερασβεστιαιμία (υπερπαραθυρεοειδισμός), η υπερκορτιζολαιμία (Cushing), η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης, η έλλειψη τεστοστερόνης στους άνδρες (υπογοναδισμός), η έλλειψη οιστρογόνων στις γυναίκες (εμμηνόπαυση). Η συχνότερη μεταβολική νόσος, η παχυσαρκία, προκαλεί σοβαρά ορθοπαιδικά προβλήματα λόγω της αυξημένης μηχανικής καταπόνησης του σκελετού όπως η οσφυαλγία, η αυχεναλγία, η οστεοαρθρίτιδα των ισχίων και των γονάτων. Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μπορεί, επίσης, να εκδηλώνεται στην παχυσαρκία, στον υποθυρεοειδισμό, στη μεγαλακρία. Η μεγαλακρία, όπως και ο υπερπαραθυρεοειδισμός κατά κανόνα προκαλούν αρθρίτιδες.
ΟΥΡΟΛΟΓΙΑ:
Συνήθεις ουρολογικές παθήσεις (κρυψορχία, υποσπαδίας, προβλήματα στύσης και εκσπερμάτισης, διαταραχές σπέρματος, υπογονιμότητα, νεφρολιθίαση ) ενδέχεται να έχουν ως αιτιολογία ορμονικές διαταραχές (ανεπάρκεια τεστοστερόνης, αδενώματα υπόφυσης που παράγουν προλακτίνη, παθήσεις θυρεοειδή, λήψη αναβολικών, υπερπαραθυρεοειδισμός) ή αγγειακές διαταραχές λόγω σακχαρώδη διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας, παχυσαρκίας. Επιπλέον, στα πλαίσια των χρονίων επιπλοκών του διαβήτη, εμφανίζεται αυτόνομη νευροπάθεια με συμπτώματα από το ουροποιητικό ακράτεια ούρων, παλίνδρομη εκσπερμάτιση και στυτική δυσλειτουργία. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση οστεοπόρωσης, η οποία προλαμβάνεται με την έγκαιρη χορήγηση αγωγής.
Από την άλλη, συγγενείς διαταραχές του φύλου, κρυψορχία, κιρσοκήλη, όγκοι όρχεων (που μπορεί να εκδηλώνονται με γυναικομαστία), κυστεο/ορθοκήλη ή ακράτεια ούρων σε γυναίκες σε εμμηνόπαυση χρειάζονται χειρουργική – ουρολογική αποκατάσταση, η χρόνια προστατίτιδα ως αίτιο υπογονιμότητας φαρμακευτική αγωγή και η στυτική δυσλειτουργία συχνά, πέρα από τη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να απαιτεί την τοποθέτηση ειδικών ενδοπεϊκών συσκευών.
Καθώς η σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία του άνδρα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (βιολογικών, ορμονικών, αγγειακών, ψυχολογικών κα) εξυπακούεται η συνεργασία με τον Ουρολόγο γιατρών και άλλων Ειδικοτήτων ( Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Καρδιολόγος, Νευρολόγος, Ψυχίατρος).
ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑ:
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (τύπου 1 ή τύπου 2) με μεγάλη διάρκεια νόσου και κακή ρύθμιση του σακχάρου τους εμφανίζεται μια σοβαρή επιπλοκή, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, η οποία αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες απώλειας όρασης. Εάν δε, συνυπάρχουν αρτηριακή υπέρταση και διαβητική νεφροπάθεια τότε η νόσος είναι ακόμα πιο σοβαρή. Διακρίνεται σε μη παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια και σε παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια, το τελικό στάδιο της οποίας περιλαμβάνει αιμορραγία υαλοειδούς, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, γλαύκωμα, οίδημα οπτικής θηλής, απώλεια όρασης.
Σε ασθενείς με αυτοάνοσης αιτιολογίας υπερθυρεοειδισμό (νόσος Graves) αρκετά συχνά (ειδικά στους καπνιστές) αναπτύσσεται μία σοβαρή επιπλοκή γνωστή ως «θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια», που οφείλεται σε φλεγμονώδη πάχυνση των οφθαλμοκινητικών μυών και του λίπους που βρίσκεται πίσω από τα μάτια. Αυτή εκδηλώνεται αρχικά ως φωτοφοβία, σύσπαση του άνω βλεφάρου και αίσθημα ξένου σώματος ή ξηρότητας στον οφθαλμό. Στη συνέχεια αναπτύσσεται εξόφθαλμος (έντονη προπέτεια των οφθαλμών προς τα εμπρός), διπλωπία και τελικά σοβαρή προσβολή του κερατοειδούς χιτώνα και του οπτικού νεύρου, καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε τύφλωση. Η επιπλοκή μπορεί να αφορά στον ένα (σπανιότερα) ή και στους δύο οφθαλμούς (πολύ πιο συχνά) και αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη χορήγηση μεγάλης δόσης κορτιζόνης ενδοφλεβίως. Η συνεργασία του Ενδοκρινολόγου με τον Οφθαλμίατρο είναι εξέχουσας σημασίας για την βέλτιστη αντιμετώπιση αυτής της σοβαρής επιπλοκής. Σε βαριές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί επείγουσα χειρουργική αποσυμπίεση του οφθαλμού προκειμένου να μην επέλθει απώλεια όρασης ενώ, ενίοτε χρειάζονται περαιτέρω χειρουργικές επεμβάσεις για τη βελτίωση της διπλωπίας και της θέσης των βλεφάρων σε μελλοντικό χρόνο.
Τέλος, όγκοι καλοήθεις ή κακοήθεις στην περιοχή της υπόφυσης, που ασκούν πιεστικά φαινόμενα στο οπτικό χίασμα, εκδηλώνονται με διπλωπία και διαταραχές των οπτικών πεδίων ενώ, η χρόνια υπασβεστιαιμία μπορεί να προκαλέσει καταρράκτη, οίδημα οπτικής θηλής, οπτική νευρίτιδα.
ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑ:
Οι ασθενείς με παχυσαρκία εμφανίζουν συχνά διαταραχές στον ύπνο, όπως είναι η αποφρακτική υπνική άπνοια με συμπτώματα ροχαλητό, συχνές αφυπνίσεις, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, κεφαλαλγίες, κόπωση και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η κακή ποιότητα ύπνου κινητοποιεί τις ορμόνες του στρες (κορτιζόλη, κατεχολαμίνες) που με τη σειρά τους ευνοούν τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιά και επιτείνουν τη διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων (ινσουλινοαντίσταση) με αποτελέσματα τη δυσκολία στην απώλεια βάρους και την αυξημένη πιθανότητα για εκδήλωση σακχαρώδη διαβήτη. Όσον αφορά στο καρδιαγγειακό σύστημα, η υπνική άπνοια οδηγεί σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης, της πιθανότητας για εκδήλωση αρρυθμίας (κολπική μαρμαρυγή) και μακροπρόθεσμα της πιθανότητας θανάτου από καρδιοπάθεια. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με ολονύκτια μελέτη ύπνου και αξιολόγησή της από τον Πνευμονολόγο, ο οποίος θα χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία. Εξυπακούεται ότι η απώλεια βάρους, κατά κανόνα, βελτιώνει σημαντικά ή και εξαλείφει τέτοιου τύπου διαταραχές. Τέλος, ας σημειωθεί ότι ενίοτε μπορεί η υπνική άπνοια να αποτελεί εκδήλωση και άλλων ενδοκρινικών νοσημάτων, όπως ο υποθυρεοειδισμός και η μεγαλακρία.
ΡΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ:
Συχνά στα ρευματολογικά νοσήματα απαιτείται η χορήγηση μεγάλων δόσεων γλυκοκορτικοειδών για μακρύ χρονικό διάστημα, που μπορεί να προκαλέσουν οστεοπόρωση, διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως ή και το πλήρες σύνδρομο Cushing. Αλλά και κάποια αυτοάνοσα νοσήματα (ανεξάρτητα από τη λήψη κορτιζόνης) αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες για την εκδήλωση οστεοπόρωσης, όπως η κοιλιοκάκη και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ:
Τα νοσήματα που προκύπτουν από τη δυσλειτουργία των ενδοκρινών αδένων συνήθως αντιμετωπίζονται συντηρητικά με χορήγηση ορμονικής υποκατάστασης ή άλλης ειδικής φαρμακευτικής αγωγής. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις αδενωμάτων ή σε περιπτώσεις κακοήθων ενδοκρινικών όγκων απαιτείται η χειρουργική παρέμβαση. Ενδεικτικά, παθήσεις που αντιμετωπίζονται χειρουργικά είναι: ο καρκίνος των ενδοκρινών αδένων (πχ θυρεοειδούς, παραθυρεοειδών, επινεφριδίων κα), μερικά αδενώματα επινεφριδίων (πχ φαιοχρωμοκύττωμα), υπόφυσης (πχ μη ορμονοπαραγωγά), παγκρέατος (πχ ινσουλίνωμα). Η χειρουργική έχει επίσης θέση σε περιπτώσεις ασθενών με εμμένουσα γυναικομαστία παρά τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και ασφαλώς σε άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία (βαριατρική).
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ:
Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού συχνά συμπίπτουν με αυτά της κατάθλιψης ενώ, ο υπερθυρεοειδισμός εκδηλώνεται συνήθως με ανησυχία, ευερεθιστότητα, συναισθηματική αστάθεια αλλά και κατάθλιψη (στους ηλικιωμένους). Η φαρμακευτική αντιμετώπιση των διαταραχών του θυρεοειδούς συνήθως οδηγεί σε πλήρη αποδρομή των συμπτωμάτων. Αλλά και αρκετά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του ασθενούς με ψυχιατρική νόσο (πχ λίθιο, αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά) επηρεάζουν ποικιλοτρόπως τη λειτουργία του θυρεοειδούς δρώντας είτε στην έκκριση είτε στον μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών. Επιπλέον, τα αντιεπιληπτικά και οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση οστεοπόρωσης. Άλλα ενδοκρινικά νοσήματα που εκδηλώνονται με ψυχιατρικά συμπτώματα είναι: το σύνδρομο Cushing, η υπερασβεστιαιμία, η υπασβεστιαιμία (κατάθλιψη, ψύχωση). Οι διατροφικές διαταραχές (νευρογενής ανορεξία, βουλιμία) αποτελούν σοβαρά ψυχιατρικά νοσήματα που συνοδεύονται κατά κανόνα από ορμονικές διαταραχές, όπως η αραιομηνόρροια, η αμηνόρροια, η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς, η υπερκορτιζολαιμία, η οστεοπόρωση.
Τέλος, η Ψυχιατρική ασχολείται με τη στυτική δυσλειτουργία που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια και με τις συναισθηματικές διαταραχές που εμφανίζονται ή επιδεινώνονται κατά τη μετάβαση της γυναίκας στην εμμηνόπαυση. Συχνά μάλιστα, τα συμπτώματα του κλιμακτήρα (άγχος, ευσυγκινησία, δυσθυμία, αϋπνία, κόπωση) εκλαμβάνονται ως κατάθλιψη ή αντίστροφα και παράλληλα με τη χορήγηση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης από τον Ενδοκρινολόγο μπορεί να χρειαστεί και φαρμακευτική αντιμετώπιση ή ψυχοθεραπεία από τον Ψυχίατρο.
ΩΡΛ:
Προβλήματα στην περιοχή της μύτης, του στόματος, του φάρυγγα μπορεί να αποτελέσουν αιτία για την εκδήλωση υπνικής άπνοιας. Ενδοκρινικά αίτια που σχετίζονται με αυτήν τη σοβαρή διαταραχή του ύπνου είναι η παχυσαρκία, ο υποθυρεοειδισμός, η μεγαλακρία. Είναι γνωστό ότι η κακή ποιότητα ύπνου επιδεινώνει το μεταβολικό προφίλ του ανθρώπου προάγοντας τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιά (υποδόριου και σπλαγχνικού), την παχυσαρκία, την ινσουλινοαντίσταση και τον σακχαρώδη διαβήτη. Η έγκαιρη αντιμετώπιση των αιτίων που προκαλούν υπνική άπνοια (φαρμακευτική ή χειρουργική) εκτός από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς συμβάλλει και στην βελτίωση της υγείας του καρδιαγγειακού του συστήματος μέσω της υποστροφής των μεταβολικών νοσημάτων που το επιβαρύνουν (παχυσαρκία, διαβήτης).